- σπᾷς
- σπάωdrawnthroughpres subj act 2nd sgσπάωdrawnthroughpres ind act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυκοσπάς — λυκοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασπαραγμένος από λύκους 2. επίθετο τών μελισσών οι οποίες εκκολάπτονται πάνω στα πτώματα τών βοδιών που κατασπαράχθηκαν από λύκους 3. (για ίππο) αυτός που σύρεται με λύκο, δηλ. με σιδερένιο άγκιστρο που βρίσκεται… … Dictionary of Greek
κυνοσπάς — κυνοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) κυνοσπάρακτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + σπάς (< σπάω / σπῶ), πρβλ. λυκο σπάς] … Dictionary of Greek
νεοσπάς — νεοσπάς, ό και ἡ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που πριν από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, φρεσκοκομμένος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπάς (< θ. σπαδ τού σπάω), πρβλ. οδυνο σπάς] … Dictionary of Greek
οδυνοσπάς — ὀδυνοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) σπαραγμένος από τον πόνο, αφανισμένος («ὀδυνοσπάδος γέροντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + συνδετικό φωνήεν ο + σπας, άδος (< σπῶ), πρβλ. κυνοσπάς, λυκο σπάς] … Dictionary of Greek
ολοσπάς — ὁλοσπάς, άδος, ἡ (Α) αυτή που τήν κατάπιε εντελώς κάποιος με μια γουλιά, με μια ρουφηξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σπάς, άδος (< σπῶ), πρβλ. νεο σπάς] … Dictionary of Greek
παρασπάδα — η / παρασπάς, άδος, ΝΜ νεοελλ. βοτ. κλαδί που αναπτύσσεται αυτόματα από την ρίζα ενός δένδρου, παραφυάδα μσν. βλαστός, παραφυάδα που αποσπάται από το μητρικό φυτό για να φυτευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σπάς, άδος (< θ. σπαδ τού σπάω / σπῶ*) … Dictionary of Greek
λιθοσπαδής — λιθοσπαδής, ές (Α) φρ. «λιθοσπαδὴς ἁρμός» το χάσμα που δημιουργείται με την απόσπαση λίθων ή μέρους βράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + σπαδής (άλλος τ. τού σπάς, άδος < σπάω), πρβλ. νεο σπαδής, νευρο σπαδής] … Dictionary of Greek
νεοσπαδής — νεοσπαδής, ές (Α) (ιδίως για ξίφος) αυτός που αποσπάστηκε πρόσφατα («αἵματι στάζοντα χεῑρας καὶ νεοσπαδὲς ξίφος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπαδής (< σπας < θ. σπαδ τού σπάω), πρβλ. νευρο σπαδής] … Dictionary of Greek
νευροσπαδής — νευροσπαδής, ές (Α) (για βέλος) με την νευρά τεντωμένη, έτοιμος για ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «χορδή τόξου» + σπαδής (άλλος τ. τού σπάς, άδος < σπάω), πρβλ. λιθο σπαδής, νεο σπαδής] … Dictionary of Greek
φιτρός — ὁ, Α 1. κορμός δέντρου 2. (στον Όμ.) κομμάτι ξύλου 3. δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φι τρός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhei /*bhī «χτυπώ» (πρβλ. αρμ. bir «κοντό και στρογγυλό ξύλο, κούτσουρο, ρόπαλο», καθώς και το… … Dictionary of Greek